μεξικανικός

μεξικανικός
η , ό[ν] мексиканский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεξικανικός" в других словарях:

  • μεξικανικός — ή, ό και μεξικάνικος, η, ο [Μεξικανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Μεξικό ή στους Μεξικανούς ή αυτός που προέρχεται από το Μεξικό …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ταράσκα — (Taraska). Αρχαίος μεξικανικός λαός, στην πολιτεία Μιτσοακάν, ο οποίος αριθμεί περίπου 300.000 άτομα. Έχουν δική τους γλώσσα και ασχολούνται με το κυνήγι και το ψάρεμα. Τα όπλα τους είναι το ρόπαλο, τα τόξα και τα βέλη. Οι άνδρες είναι εντελώς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»